νεφελώδης, -ης, -ες

νεφελώδης, -ης, -ες
γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η
1. συννεφιασμένος: Ο καιρός θα είναι αύριο νεφελώδης.
2. σκοτεινός, αόριστος, αβέβαιος: Νεφελώδεις προοπτικές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεφελώδης — cloudy masc/fem acc pl (attic epic doric) νεφελώδης cloudy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) νεφελώδης cloudy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδης — ες (Α νεφελώδης, ῶδες) [νεφέλη] 1. γεμάτος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος («νεφελώδης ουρανός») 2. όμοιος με σύννεφο («νεφελώδης κονιορτός») νεοελλ. μτφ. αόριστος, ασαφής, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, θολός («ο λόγος του ήταν νεφελώδης»)… …   Dictionary of Greek

  • νεφελωδέστερον — νεφελώδης cloudy adverbial comp νεφελώδης cloudy masc acc comp sg νεφελώδης cloudy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδη — νεφελώδης cloudy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεφελώδης cloudy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεφελώδης cloudy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελῶδες — νεφελώδης cloudy masc/fem voc sg νεφελώδης cloudy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεα — νεφελώδης cloudy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεφελώδης cloudy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεις — νεφελώδης cloudy masc/fem acc pl νεφελώδης cloudy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεες — νεφελώδης cloudy masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεος — νεφελώδης cloudy masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελώδεσιν — νεφελώδης cloudy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”